-
1 оценка
-и θ.1. εκτίμηση (αξίας)•оценка иму-шества εκτίμηση περιουσίας.
|| διατίμηση•оценка товаров διατίμηση εμπορευμάτων.
2. μτφ. κρίση, αξιολόγηση•правильная оценка политической обстановки σωστή εκτίμηση της πολιτικής κατάστασης•
положительная оценка θετική εκτίμηση•
отрицательная оценка αρνητική εκτίμηση•
согласно -е σύμφωνα με την εκτίμηση ή κατά την εκτίμηση•
дать настоящую -у чему-л. δίνω (κάνω) πραγματική εκτίμηση σε κάτι.
|| βαθμός σχολικός•получить хорошую -у за сочинение παίρνω καλό βαθμό στην σύνθεση (έκθεση ιδεών).
-
2 расценка
1. (оценка) η εκτίμηση 2. (приблизительный подсчёт) η εκτίμηση 3. (назначение цены) (цена) η διατίμηση, το κόστος, ο καθορισμός τιμής 4. (ведомость) το κοστολόγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расценка
-
3 смета
ο προϋπολογισμ/ός, η εκτίμηση (του κόστους)η αποτίμησηο υπολογισμόςутверждённая - βεβαιωμένος -, εγκεκριμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > смета
-
4 искренний
искренний ειλικρινής \искренний друг о ειλικρινής φίλος с \искреннийим уважением με ειλικρινή εκτίμηση* * *и́скренний друг — ο ειλικρινής φίλος
с и́скренним уваже́нием — με ειλικρινή εκτίμηση
-
5 оценка
-
6 почёт
почёт м η τιμή, η εκτίμηση· ο σεβασμός (уважение)· круг \почёта спорт, о γύρος τιμής* * *мη τιμή, η εκτίμηση; ο σεβασμός ( уважение)круг почёта — спорт. ο γύρος τιμής
-
7 уважение
-
8 оценка
оцен||каж1. ἡ ἔκτίμηση [-ις], ἡ δια-τίμηση [-ις]:производить \оценкаку ἐκτιμώ, διατιμώ·2. перен ἡ ἐκτίμηση[ς], ἡ ἀξιο-λόγηση [-ις]:давать высокую \оценкаку ἐκτιμώ πολύ. -
9 Mood-Brown estimation
= Mood-Brown estimation of a lineFrench\ \ estimation de Mood-BrownGerman\ \ Mood-Brownsche SchätzungDutch\ \ Mood-Brown-schattingItalian\ \ stimatore di Mood-Brown (di una linea)Spanish\ \ estimación de Mood-BrownCatalan\ \ estimació de Mood-BrownPortuguese\ \ estimação de Mood-BrownRomanian\ \ -Danish\ \ Mood-BrownestimationNorwegian\ \ Mood-Brown estimeringSwedish\ \ Mood-Brown skattningGreek\ \ Mood-Brown εκτίμηση; Mood-Brown εκτίμηση μιας γραμμήςFinnish\ \ Moodin-Brownin suoran estimointimenetelmäHungarian\ \ Mood-Brown (vonal) becslésTurkish\ \ Mood-Brown tahmini; Mood-Brown çizgi tahminleyicisiEstonian\ \ Mood-Browni hindamineLithuanian\ \ Mood ir Brown tiesės įvertinimas; Mudo ir Brauno tiesės įvertinimasSlovenian\ \ -Polish\ \ estymacja Mooda-BrownaRussian\ \ оценка Муда-Брауна; оценка линии Муда-БраунаUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ Mood-Brown mat; Mood-Brown mat á línuEuskara\ \ Mood-Brown zenbatespen; Mood-Brown lerro baten estimazioaFarsi\ \ b ravorde Mood-Browne yek kh tPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ تقدير مود وبراون للخطAfrikaans\ \ Mood-Brown-beraming (van 'n lyn)Chinese\ \ 穆 德 ― 布 朗 估 计Korean\ \ 무드-브라운 추정 -
10 глазомер
-а α.η με το μάτι (χωρίς όργανο) εκτίμηση μήκους, απόστασης. || η ικανότητα για τέτοια εκτίμηση. -
11 почёт
-а α.τιμή σεβασμός εκτίμηση υπόληψη•пользоваться -ом ή быть в -е εκτιμιέμαι, χαίρω εκτίμησης•
не в -е δεν έχω εκτίμηση•
встречать с -ом υποδέχομαι με τιμή•
оказывать почёт τιμώ•
почёт и уважание! (απλ.) τιμή και σέβας! (ως χαιρετισμός).
-
12 бонитировка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бонитировка
-
13 интегрирование
η ολοκλήρωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интегрирование
-
14 калькуляция
η εκτίμηση, ο υπολογι-σμός/λογαριασμός· - демерреджа - των επι-σταλιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > калькуляция
-
15 качество
(свойство) η ποιότητ/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > качество
-
16 нормирование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нормирование
-
17 отзыв
1. (мнение, содержащее оценку чего-, кого-л) η κρίση, η γνώμη, η άποψη, η εκτίμηση, (рецензия) η κριτική 2. (ответ на что-л., отклик) η απάντηση, η ανταπόκριση 3. (посла, депутата и т.п.) η ανάκληση, η μετάκληση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отзыв
-
18 оценка
1. (определение стоимости) η εκτίμηση· - груза - του φορτίου 2. (мнение, суждение ο качестве, значении и т.п. кого-, чего-л.) η βαθμολογία, η κρίση, η αξιολόγηση 3. (обозначение степени знаний) о βαθμός, η βαθμολογία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оценка
-
19 повреждение
η βλάβ/η, (ухудшение, износ) η φθοράвыявлять - βρίσκω/ανιχνεύω τη -определять место - яπροσδιορίζω/βρίσκω το σημείο της - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > повреждение
-
20 положение
1. (расположение в пространстве, местонахождение) η θέση, το στίγμα 2. (место, роль отдельного человека в обществе) η θέση 3. (состояние, обусловленное какими-л. обстоятельствами) η κατάστασ/ηфинансовое - см. экономическое -4. (обстановка общественной жизни) η κατάσταση 5. (свод правил, законов по определенному вопросу) о κανονισμός, о κώδικας 6 (утверждение, мысль, тезис) η θέση, το αξίωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > положение
См. также в других словарях:
εκτίμηση — Προσδιορισμός της τρέχουσας αξίας ενός οικονομικού αγαθού. Ο υπολογισμός αυτός γίνεται στη βάση της τιμής της αγοράς, του κόστους παραγωγής, της κεφαλαιοποίησης, της προσόδου του αγαθού κλπ., λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξωτερικές συνθήκες (δηλαδή … Dictionary of Greek
εκτίμηση — η 1. εκδήλωση τιμής, υπόληψη, σεβασμός. 2. υπολογισμός της αξίας πράγματος, διατίμηση: Εκτίμηση οικοπέδου. 3. υπολογισμός ή αντίληψη και κρίση για μέγεθος ή ποσό ή σημασία πράγματος: Εκτίμηση της απόστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… … Dictionary of Greek
επιλογή, επαγγελματική — Διαδικασία, με σκοπό την κατάληψη ορισμένου αριθμού κενών θέσεων εργασίας από διαγωνιζόμενους κατά τεκμήριο ικανότερους, λόγω των συνολικών ατομικών προσόντων τους, και τον αποκλεισμό εκείνων που είτε είναι υπεράριθμοι είτε δεν κρίνονται ικανοί… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Next Greek legislative election — Greek legislative election, 2012 2009 ← 2012 → 2016 … Wikipedia
απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… … Dictionary of Greek
βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
εκτιμητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτίμηση ή που προήλθε από εκτίμηση («εκτιμητική έκθεση») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την ικανότητα ή την κλίση να είναι εκτιμητής 3. το ουδ. ως ουσ. το έγγραφο που περιέχει τα πορίσματα τής εκτιμήσεως … Dictionary of Greek